- φωτοψευδαργυρογραφία
- η, Ν η φωτοτσιγκογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. photozincography (βλ. λ. φωτοτσιγκογραφία) με απόδοση τού αγγλ. zinc με το ελλ. ψευδάργυρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοψευδαργυρογραφία — η η φωτοτσιγκογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)